Ο γάιδαρος και η σκιά του - Ο λύκος και το λιοντάρι

Ο γάιδαρος και η σκιά του
Κάποτε, ένας άνδρας αποφάσισε να κάνει ένα μεγάλο ταξίδι. Έτσι, συνεννοήθηκε με έναν χωρικό να τον πληρώσει και αυτός να τον συνοδέψει στο ταξίδι του μαζί με τον γάιδαρό του και να διασχίσουν και οι τρεις μαζί μια έρημη περιοχή. Ξεκίνησαν ξημερώματα, ο ταξιδιώτης καβάλα στο γάιδαρο και ο χωρικός δίπλα του, με τα πόδια.
'Οταν έφτασε μεσημέρι η ζέστη ήταν αφόρητη και αποφάσισαν να κάνουν μια στάση για να ξεκουραστούν. Ο ταξιδιώτης κατέβηκε απ’ τον γάιδαρο και άρχισε να ψάχνει ένα σκιερό μέρος για να καθίσει.  Όμως δεν υπήρχε κανένα τέτοιο μέρος, κι έτσι κάθισε να  ξεκουραστεί στη σκιά του γαιδάρου.
- Σήκω  αμέσως από ‘κει, φώναξε τότε ο χωρικός. Αυτή η θέση ανήκει σε μένα!
- Αφού σε πλήρωσα για τον γάιδαρο! Είπε ο ταξιδιώτης.
- Με πλήρωσες για το γάιδαρο κι  όχι για τη σκιά του απάντησε ο χωρικός κι άρχισαν να μαλώνουν.
Κι ενώ οι δύο άντρες τσακώνονταν για τη σκιά του γαιδάρου, εκείνος, που δεν  άντεχε άλλο τις φωνές τους, το έσκασε και τους άφησε χωρίς σκιά αλλά και χωρίς μέσο να διασχίσουν την έρημο.
Το δίδαγμα από αυτή την ιστορία είναι ότι όταν ασχολουμαστε με τα δευτερεύοντα και τα ασήμαντα χάνουμε τα σημαντικά και ουσιαστικά.

Ο λύκος και το λιοντάρι

Μια φορά κι έναν καιρό, το λιοντάρι αρρώστησε βαριά. Φοβήθηκε πως θα πεθάνει κι έδωσε διαταγή να συγκεντρωθούν όλα τα ζώα του μεγάλου δάσους μπροστά του, για να του πουν τι πρέπει να κάνει για να γιατρευτεί. Όλα τα ζώα είπαν τη γνώμη τους, ώσπου ήρθε και η σειρά του λύκου. 
- Βασιλιά μου, είπε με σεβασμό, δε γνωρίζω κανένα γιατρικό για την αρρώστια σου, μα ούτε και όσα ζώα είναι συγκεντρωμένα εδώ, γνωρίζουν. Το μόνο ζώο που ξέρει από φάρμακα είναι η αλεπού! Μα αυτή σε περιφρόνησε και δεν ήλθε στο κάλεσμά σου. Άκουσα μάλιστα να λένε ότι χάρηκε για την αρρώστια σου και ότι δεν τη νοιάζει κι αν πεθάνεις. 
Ο λύκος τα είπε επίτηδες αυτά τα λόγια, γιατί δε χώνευε την αλεπού και ήταν σίγουρος ότι το λιοντάρι θα την τιμωρούσε!
 - Ώστε έτσι! φώναξε θυμωμένο το λιοντάρι. Να τη βρείτε αμέσως και να τη φέρετε μπροστά μου. Θα της κόψω τη γλώσσα! 
Ο λύκος έτριψε τα χέρια του από τη χαρά του. Είχε έλθει η στιγμή να κάνει κακό στην αλεπού. Ένα πουλάκι, όμως, πέταξε γρήγορα και βρήκε την αλεπού. 
- Αυτό κι αυτό συμβαίνει! της είπε. Ο λύκος σε συκοφάντησε και το λιοντάρι θα σου κόψει τη γλώσσα για να σε τιμωρήσει. 
- Σ' ευχαριστώ, καλό μου πουλάκι, του είπε η αλεπού. Μη φοβάσαι, θα καταφέρω να γλυτώσω. Μάζεψε τότε αγριόχορτα και μια και δυο τράβηξε με θάρρος για τη σπηλιά του λιονταριού. Το λιοντάρι, όταν την είδε άφρισε από το κακό του.
 - Σου έφερα αυτά τα βότανα, είπε η πονηρή αλεπού στο άρρωστο λιοντάρι, για να γίνεις καλά. 
- Έλα εδώ! της φώναξε. Που ήσουν; ∆εν έμαθες ότι κάλεσα όλα τα ζώα να παρουσιαστείτε μπροστά µου;
- Ναι, βασιλιά µου, απάντησε με θάρρος η αλεπού. Το έμαθα πως είσαι άρρωστος βαριά, γι' αυτό κι εγώ, πριν έλθω, πήγα και μάζεψα αυτά τα βότανα, που θα σε κάνουν καλά. 
Ο θυμός του λιονταριού έπεσε αμέσως. 
- Ώστε γι' αυτό άργησες να έλθεις; της είπε. Καλά έκανες... Θα... γίνω καλά όταν πάρω αυτά τα βότανα; 
- Ναι, βασιλιά μου. Μόνο που χρειάζεται να τ' ανακατέψεις µε κάτι ακόμα, για να γίνει τέλειο το φάρμακο.
 - Με τι; ρώτησε το λιοντάρι. - Να τα βράσεις μαζί µε μια γλώσσα λύκου. Αυτή βέβαια... εσύ ξέρεις πού θα τη βρεις. 
- Και βέβαια ξέρω! φώναξε το λιοντάρι. Θα κόψω τη γλώσσα αυτού του λύκου! Το είπε και το έκανε αµέσως. 
Έτσι η πονηρή η αλεπού τιμώρησε το λύκο για τη συκοφαντία του.
Αυτή η ιστορία μας διδάσκει ότι όποιος σκάβει τον λάκο του άλλου πέφτει μέσα ο ίδιος.