Η Χελώνα που 'Ηθελε να Πετάξει - Το Κατόρθωμα της Αλογόμυγας

Η Χελώνα που 'Ηθελε να Πετάξει 

Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε στην αυλή ενός χωριάτικου σπιτιού µια χελώνα, που είχε έναν µεγάλο καηµό. Ήθελε να πετάξει στον ουρανό όπως τα πουλιά. - Τι κατάρα είναι αυτή! έλεγε κάθε τόσο αναστενάζοντας. Σέρνω µέρα και νύχτα αυτό το βαρύ καβούκι και είµαι καρφωµένη πάνω στη γη. Αχ, να 'µουνα κι εγώ ένα πουλάκι, να είχα φτερά και να πετούσα! Πώς ζηλεύω τις πάπιες της αυλής που όταν θέλουν πετούν και βλέπουν τον κόσµο από ψηλά. Μια µέρα δυο πάπιες άκουσαν το παράπονο της και τη λυπήθηκαν. - Θέλεις στ' αλήθεια να πετάξεις, κυρα - χελώνα; τη ρώτησαν. - Αν θέλω; απάντησε η χελώνα. Από τη χαρά της, η χελώνα, άφησε το ξύλο που κρατούσε µε τα δόντια. -Αυτό είναι το πιο µεγάλο µου όνειρο. Να πετάξω µια φορά κι ας πεθάνω! που λέει ο λόγος. Αλλά, πώς; - Υπάρχει ένας τρόπος, της είπε η µια πάπια. Να δαγκώσεις σφιχτά αυτό το ξύλο, εγώ και η αδελφή µου θα πιάσουµε µε τα ράµφη µας τις δυο άκρες και θα σε πάρουµε µαζί µας. - Ναι, ναι! φώναξε ενθουσιασµένη η χελώνα. Ωραία ιδέα! Εµπρός, ας µην αργούµε! Και βιάστηκε να δαγκώσει το ξύλο. Το έπιασαν και οι πάπιες µε τα ράµφη τους, τίναξαν τα φτερά τους και πέταξαν ψηλά, κουβαλώντας τη χελώνα µαζί τους. Το πόσο χαιρόταν η χελώνα, δε λέγεται! Τι όµορφα ήταν εδώ ψηλά! Επιτέλους είχε πραγµατοποιήσει το µεγάλο όνειρο της! Πετούσε! Όµως, µέθυσε τόσο πολύ από τη χαρά της και για µια στιγµή πίστεψε ότι θα µπορούσε να πετάξει και µόνη της! Έτσι, η κουτή, άφησε το ξύλο που κρατούσε µε τα δόντια της και, φυσικά, µε το µεγάλο βάρος που είχε, έπεσε στη γη και σκοτώθηκε. Αυτό το παραμύθι μας διδάσκει ότι το κάθε πλάσμα πρέπει να είναι ευχαριστημένο με τη μορφή που του έδωσε ο Θεός και να μη ζηλεύει τα άλλα πλάσματα.

Το Κατόρθωμα της Αλογόμυγας 

Ήταν κάποτε μια αλογόμυγα που κατοικούσε στην ουρά ενός αλόγου. Ήταν πολύ περήφανη για τον εαυτό της και μια μέρα διηγήθηκε σε δυο άλλες αλογόμυγες, ένα μεγάλο κατόρθωμα που είχε κάνει. - Εμένα που µε βλέπετε, τους είπε, έχω κάνει ένα κατόρθωμα πού καμιά από σας δεν μπορεί να το κάνει. Μια μέρα δύο άλογα τραβούσαν ένα αμάξι με ανθρώπους που ταξίδευαν. Μα στον ανήφορο τα άλογα κουράστηκαν, μπορεί και να τεμπέλιασαν και σταμάτησαν να προχωρούν. Εγώ είχα ξαπλώσει στη χαίτη του ενός αλόγου όταν άκουσα τον αμαξά να πλαταγίζει το μαστίγιο και να φωνάζει: «- Ντε! Χοπ! Χοπ!» Μα τα άλογα δεν κουνήθηκαν από τη θέση τους. Ο αμαξάς είπε τότε στους επιβάτες να κατεβούν για να αλαφρώσει το αμάξι.» Χοπ, χοπ! έκανε πάλι στα άλογα του. »Αλλά πού να κουνηθούν εκείνα! Και τότε, ξέρετε τι έκανα;» - Τι; ρώτησαν με περιέργεια οι δυο αλογόμυγες. - Αρπάζω τότε τα χαλινάρια και τραβώ µε όλη µου τη δύναμη. »- Χοπ, χοπ! φώναξα στ' άλογα. Ελάτε, κουνηθείτε! »Και τότε, που λέτε, τα άλογα ξεκίνησαν... Αν δεν ήμουνα εγώ, δε θα μπορούσαν να βγάλουν τον ανήφορο... Λοιπόν, πώς σας φαίνεται το κατόρθωμα μου;» . - Μπράβο, μπράβο! φώναξαν οι δυο αλογόμυγες. Μα... πώς τα κατάφερες; - Με τη δύναμη μου. Είμαι η πιο δυνατή αλογόμυγα του κόσμου! - Μπράβο, μπράβο! της είπαν ξανά. Τέτοιο κατόρθωμα δεν μπορεί να το κάνει καμιά αλογόμυγα! - Δε σας είπα πως είμαι η πιο δυνατή αλογόμυγα στον κόσμο; Οι αλογόμυγες την κοίταζαν και την ξανακοίταζαν µε θαυμασμό. Βλέπετε... ήταν πολύ κουτές κι αυτές. Γιατί τα άλογα ξεκίνησαν από τις φωνές του αμαξά και όχι της αλογόμυγας. Αλλά, όταν είναι αλαζόνας (περήφανος) κανείς, νομίζει ότι μπορεί να κάνει θαύματα!