Οι Δύο Φίλοι και η Αρκούδα - Οι οδοιπόροι και το τσεκούρι

Οι Δύο Φίλοι και η Αρκούδα
Κάποτε ένας άντρας ταξίδευε μαζί με ένα φίλο του.Τα χρόνια εκείνα δεν υπήρχαν αυτοκίνητα και τραίνα και οι άνθρωποι ταξίδευαν με τα πόδια. Περπατούσαν σε ένα στενό δρόμο που περνούσε μέσα από, άγνωστα σε αυτούς, βουνά και κοιλάδες. Παρόλο που βρισκόταν σε άγνωστο μέρος, ο άντρας ένοιωθε ασφαλής γιατί, ήταν σίγουρος ότι ο φίλος του θα τον βοηθούσε να αντιμετωπίσει οποιοδήποτε κίνδυνο εμφανιζόταν μπροστά τους. Εκεί που περπατούσαν, συζητώντας διάφορα θέματα, ξαφνικά μια αρκούδα παρουσιάστηκε μπροστά τους, στην μέση του δρόμου. Ο ένας άντρας, έτρεξε γρήγορα σε ένα κοντινό δέντρο, άρπαξε ένα κλαδί και σκαρφάλωσε. Έτσι κατάφερε να κρύψει το σώμα του, που έτρεμε απ’ τον φόβο, στο φύλλωμα του δέντρου αυτού. Ο άλλος άντρας, έμεινε για μια στιγμή ακίνητος και μετά έπεσε στο έδαφος με σκοπό να υποκριθεί ότι είναι νεκρός. Το άγριο θηρίο, έτρεξε αμέσως πάνω από τον άντρα που ήταν στο έδαφος, με σκοπό να αρπάξει το θύμα του. Με τα γαμψά αρκουδίσια νύχια της, σήκωσε τον κακόμοιρο άντρα από το έδαφος. Τα πόδια και τα χέρια του άντρα είχαν γίνει, από τον φόβο του, τόσο άκαμπτα και παγωμένα ώστε η αρκούδα νόμισε ότι πραγματικά είχε βρει ένα πτώμα. Έτσι, παρά τον θυμό της, εγκατέλειψε τον άντρα και έφυγε μακριά, για να πάει στην φωλιά της. Οι άντρες ηρέμισαν σιγά σιγά μετά την αποχώρηση της αρκούδας και συνέχισαν τον δρόμο τους συζητώντας. Ο άντρας που σκαρφάλωσε στο δέντρο, θέλοντας να κάνει τον γενναίο είπε στον σύντροφο του: «Πες μου φίλε μου. Τι σου είπε η αρκούδα ενόσω ήσουν ξαπλωμένος, τρέμοντας από τον φόβο; Πρέπει να σου είπε πολλά πράγματα σε αυτήν την μακριά συζήτηση σας». Ο άλλος άντρας, τότε απάντησε: «Πράγματι, μου έδωσε μερικές σημαντικές συμβουλές. Μια από αυτές μάλιστα, δεν έχω την δυνατότητα να την ξεχάσω. Μου είπε, να μην βιαστώ να συνεχίσω την φιλία μου μαζί σου, αφού υπάρχει η πιθανότητα να ξανασυναντήσω στον δρόμο μου κάποιο άγριο θηρίο».

Ο καλός ο φίλος φαίνεται στα δύσκολα.


Οι οδοιπόροι και το τσεκούρι
Κάποτε, δυο φίλοι ξεκίνησαν για κάποια δουλειά τους και περπατούσαν συζητώντας. Εκεί που βάδιζαν, μέσα σ' ένα δάσος, ο ένας απ' αυτούς πρόσεξε πως κάτι γυάλιζε ανάμεσα στα χόρτα. Έσκυψε να δει τι ήτανε και σήκωσε ένα τσεκούρι ολοκαίνουριο. 
- Βρήκαμε ένα τσεκούρι! φώναξε χαρούμενος ο σύντροφός του. Εκείνος όμως, που είχε βρει το τσεκούρι ταράχτηκε και λέει: 
- Να μη λες βρήκαμε ένα τσεκούρι, μόνο να λες: βρήκες ένα τσεκούρι. 
Αλλά, καθώς προχωρούσαν, αντάμωσαν τρεις-τέσσερις ξυλοκόπους, που είχανε χάσει το καινούργιο τους τσεκούρι κι έψαχναν να το βρουν. Όταν είδαν τους δυο οδοιπόρους, που ο ένας τους κρατούσε το τσεκούρι, έπεσαν πάνω τους θυμωμένοι. 
- Χαθήκαμε! φώναξε εκείνος που είχε βρει το κρατούσε στα χέρια του. 
Γυρίζει τότε ο φίλος του και του λέει: 
- Να μη λες χαθήκαμε, να λες: χάθηκα! Ούτε όταν βρήκες το τσεκούρι με ήθελες για σύντροφό σου, ούτε τώρα που θα σου το πάρουν και θα φας και ξύλο θέλω να μ' έχεις σύντροφό σου!

Όποιος διεκδικεί τα κέρδη, αναλαμβάνει και τις συνέπειες.